Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Η Κοπέλα με τα μακριά Μαλλιά & ο νεαρός Ταξιδιώτης

Ιστορία με στοιχεία Διακειμενικότητας και ανατροπής.
της Λαζαρίδου Ειρήνης 


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κοπέλα με μαγικά μαλλιά. Τα μαλλιά της μάκραιναν πιο γρήγορα από κάθε άλλου. Μάκραιναν και μάκραιναν, και η πριγκίπισσα, που τη λέγανε Ραπουνζέλ, τα έπλεκε κάθε μέρα μια μακριά πλεξούδα. Η Ραπουνζέλ ήταν μια περίεργη κοπέλα. Έμενε σε ένα πύργο ψηλά και ποτέ δεν είχε φύγει από τα λίγα του δωμάτια. Δε γνώριζε γιατί και πως  βρέθηκε εκεί. Ούτε ήξερε πως κάθε πρωί τα ντουλάπια της ήταν γεμάτα με φρούτα, ψωμί και ότι άλλο μπορούσε να σκεφτεί. Η Ραπουνζέλ ήταν μόνη της, με παρέα τα βιβλία της που της έμαθαν τα πάντα για αυτόν τον κόσμο και τα πουλιά που της επισκέπτονταν στο παράθυρό της.
          Οι ώρες περνούσαν αργά στο ψηλό πύργο. Η Ραπουνζέλ είχε μάθε κάθε λεπτομέρεια από όσα έβλεπε από τον πύργο της. Τις καμπύλες των βουνών, τις κορυφές των κόκκινων δένδρων, τα χρώματα που έπαιρνε ο ουρανός στην ανατολή και στη δύση. Μα το αγαπημένο της ήταν το φεγγάρι. Μια έλαμπε γεμάτο, μια χλωμό ίσα που φαινόταν. Στο φεγγάρι έλεγε όσα σκεφτόταν. Και ήταν σαν να της απαντά με τα μάτια και το χαμόγελό του.
          Μακριά από τον πύργο, σε άλλο βασίλειο και πολιτεία ήταν ένας νεαρός. Όχι και τόσο ρομαντικός, ούτε ιδιαίτερα σοβαρός. Ένας μόνιμος ταξιδιώτης. Δεν είχε ούτε φίλους, ούτε οικογένεια, κανείς δεν ήξερε το όνομά του. Ένας νεαρός πολύ φτωχός.  «Ένας περαστικός» λέγανε και δεν του έδιναν και πολύ σημασία.
          Σε ένα ταξίδι του βρέθηκε σε ένα πανδοχείο πέρα από το Κίτρινο δάσος. Έπινε το καυτό του τσάι προσπαθώντας να  ζεσταθεί, όταν άκουσε το θρύλο για την πριγκίπισσα.
«Ζει σ’ ένα κάστρο μακριά από εδώ» είπε ο ένας σιγανά.
«Πέρα στο κόκκινο δάσος είναι το κάστρο της» πρόσθεσε ένας άλλος πίνοντας από ένα τεράστιο ποτήρι μπύρα.
«Τότε, έχει χρόνια, θυμάμαι, που ο βασιλιάς της Εδώ Πολιτείας είχε διατάξει να το χτίσουν. Ήμουν και εγώ εκεί, κάστρο θεόρατο σαν δυο πανύψηλα πεύκα μαζί! Ήταν πανέμορφο…» είπε ένας μεγαλόσωμος γεροδεμένος άνδρας με σγουρά άσπρα μαλλιά.
«Το κάστρο;» ρωτάει ένας ξερακιανός άνδρας με μουστάκι στριφογυριστό.
«Το κορίτσι! Αυτά τα μαλλιά της! Μικρό κορίτσι ήταν και ήδη ξεχύνονταν σαν ξανθό ποτάμι», μίλησε ξανά ο ασπρομάλλης.
«Έχει και δράκους ε;»
«Και δράκους και τέρατα και μπορεί και άλλες παγίδες να έχει δεν ξέρω. Πρέπει να είναι αληθινός πρίγκιπας αυτός που θα τη βγάλει από εκεί μέσα για να τα κερδίσει όλα.»
«Και την πριγκίπισσα μαζί!» λέει πάλι ο ξερακιανός και γελάει όλη η παρέα.
          Ο νεαρός δε χρειαζόταν αν ακούσει και πολλά ακόμη. Πήρε τον μικρό σάκο που κουβαλούσε παντού μαζί του και έφυγε από το πανδοχείο. Να ένας καινούργιος στόχος. Μια μεγάλη πρόκληση, με τεράστιο κέρδος. Και πριγκίπισσα και βασίλειο μετά! Ξεκίνησε αμέσως το ταξίδι του.
          Μετά από λίγες μέρες έφτασε στο Κόκκινο Δάσος. Τα κόκκινα φύλλα των δένδρων είχαν ματώσει το βρεγμένο από τη βροχή χώμα. Ο νεαρός έψαξε για το δράκο κοιτώντας πίσω από τον ώμο του κάθε φορά. Προσεκτικά κοιτούσε μήπως πεταχτεί προς τα πάνω του κάποιο τέρας. Αλλά όλα γύρω ήταν ήσυχα. Κάποια στιγμή  βρέθηκε σε ένα ξέφωτο, στο βάθος, πίσω από τα πανύψηλα κόκκινα δένδρα έβλεπε την κορυφή ενός κάστρου. Γρήγορα έτρεξε προς τα εκεί.
          Μα αυτό δεν ήταν κάστρο! Ήταν μόνο ένας πύργος. Κακοχτισμένος και τυλιγμένος με κόκκινους κισσούς. Ήταν σίγουρος πως όσα είχε ακούσει ήταν ψέματα. Ώσπου, εμφανίστηκε στο παράθυρο μια κοπέλα. Δεν τον είδε, έπλεκε τα μαλλιά της με λουλούδια. Όχι, ο νεαρός δεν ήταν καθόλου ρομαντικός, αλλά αμέσως την ερωτεύτηκε. «Πριγκίπισσα» της φώναξε δυνατά, μα ένα μπαστούνι τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι πριν ακούσει την απάντησή της.
          Η Ραπουνζέλ αναφώνησε. Δεν είχε δει κανέναν ποτέ στον πύργο της και τώρα ένας νεαρός άνδρας και μια ηλικιωμένη κυρία ήταν από κάτω. Χωρίς να το σκεφτεί έκανε αυτό που δεν είχε τολμήσει ποτέ στη ζωή της. Έδεσε ένα μακρύ σχοινί στο παράθυρο, έριξε τα μακριά μαλλιά της κάτω και κατέβηκε από τον πύργο.
«Ποιοι είστε; Γιατί, γιατί τον χτύπησες;» ρώτησε σαστισμένη την κυρία.
«Εγώ… Εγώ είμαι η παραμάνα σου. Γλυκό μου κορίτσι! Και πρέπει να στα πω όλα, τώρα πριν ξυπνήσει τούτος εδώ» λέει και σπρώχνει το νεαρό με το μπαστούνι της. Δεν αφήνει τη Ραπουνζέλ να πει λέξη, συνεχίζει να μιλάει σιγανά, μήπως την ακούσει ο πεσμένος στη γη νεαρός. «Είσαι πριγκίπισσα. Ξέρω ξαφνιάζεσαι, αλλά έτσι είναι. Βέβαια είσαι πριγκίπισσα, αλλά χωρίς βασίλειο, χωρίς θρόνο και στέμμα. Ο βασιλιάς μας, ο πρώην βασιλιάς δηλαδή, όλο μπερδεύομαι! Ο βασιλιάς λοιπόν, έχασε την περιουσία σας ολόκληρη και το βασίλειο μαζί για ένα στοίχημα που έβαλε με ένα γάτο. Δεν ήξερε τι να κάνει για να μην καταστρέψει το δικό σου μέλλον, κοριτσάκι μου, και αποφάσισε να φτιάξει αυτόν τον πύργο για να μείνεις και να δημιουργήσει αυτό το θρύλο. Ότι σε φυλάνε δράκοι και τέρατα… Έτσι ώστε να έρθουν να σε σώσουν οι πρίγκιπες όπως λέει και η παράδοση, εδώ στα μέρη μας, και να πάρεις ξανά τη θέση που σου αρμόζει. Αυτός εδώ όμως δε μου μοιάζει με πρίγκιπας».
          Η Ραπουνζέλ δε μιλούσε. Δεν ήξερε τι να πει. Κοιτούσε μόνο το νεαρό, δε της φαινόταν για πρίγκιπας όντως. «Πού είναι ο βασιλιάς τώρα;» ρώτησε την κυρία. «Στην Πέρα Πέρα πολιτεία», της απάντησε. Ο νεαρός, άνοιξε τα μάτια του, αντικρίζοντας τις δύο γυναίκες από πάνω του να τον κοιτούν.
«Είσαι πρίγκιπας;» τον ρωτάει αμέσως η Ραπουνζέλ.
«Ε… ναι, πρίγκιπας» λέει νεαρός και σηκώνεται.
«Σίγουρα;»
«Ναι, φυσικά». Πώς θα μπορούσε να της πει το αντίθετο και να τη χάσει. Τώρα που την είχε μπροστά του, το ήξερε πως όλα τα ταξίδια τους για ένα λόγο έγιναν, για να φτάσει εδώ και να τη γνωρίσει.
«Και που είναι το βασίλειό σου;»
«Πέρα… στην Πέρα Πέρα χώρα…»
«Ας ξεκινήσουμε λοιπόν!» Του λέει η Ραπουνζέλ και τον ξαφνιάζει. Χαιρετούν την κυρία και βιαστικά πολύ ξεκινούν το ταξίδι τους. Αμίλητοι σε όλη τη διαδρομή, ο καθένας βυθισμένος στη δική του ιστορία και στα δικά του ψέματα.
          Το φεγγάρι κοιτούσε από πάνω την αγαπημένη του Ραπουνζέλ. Έπρεπε να τη βοηθήσει να ξεμπλεχτεί από τα ψέματα που έπλεξαν αυτοί οι δυο μαζί. Και έβαλε τα δυνατά του. Η νύχτα έπεσε και οι δυο ταξιδιώτες σταμάτησαν πλάι σε μια λίμνη να περάσουν το βράδυ. Τα φεγγάρι έλαμπε ψηλά και η λίμνη μπροστά τους άστραφτε. Ήταν μια από αυτές τις νύχτες που ο ύπνος δε σε παίρνει, και η αλήθεια μαζί με τις εξομολογήσεις σε μπουκώνουν μέχρι να βγουν και να σε ελευθερώσουν. Και ήρθαν και ακούστηκαν και οι δύο αληθινές ιστορίες.
          Μα έμειναν μόνο να κοιτάζονται και να γελούν με τα πριγκιπικά τους ψέματα. Ποτέ δεν πήγαν στην Πέρα Πέρα χώρα. Έζησαν σαν δύο ταξιδιώτες για πάντα μαζί ευτυχισμένοι. Και μπορεί μέχρι και σήμερα να γυρίζουν σ’ όλη τη γη, χωρίς ψέματα όμως  τώρα πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου