Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Η Κοκκινοσκουφίτσα και τα 7 Κατσικάκια

Ιστορία με στοιχεία Διακειμενικότητας και ανατροπής.
της Ματίνας Κορδέλα 


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα όμορφο κοριτσάκι. Επειδή η γιαγιά της τής είχε πλέξει μία κόκκινη μπέρτα και ένα κόκκινο σκουφάκι, την ονόμασαν Κοκκινοσκουφίτσα. Η Κοκκινοσκουφίτσα ζούσε ήρεμα με τους γονείς της και έπαιζε κάθε μέρα στην αυλή του σπιτιού της.
Μια μέρα, καθώς έπαιζε, την φώναξε η μαμά της:
«Κοκκινοσκουφίτσα, έλα λίγο που σε θέλω.»
«Ορίστε μανούλα.»
«Έχω ετοιμάσει ένα καλαθάκι με λίγη πίτα και γλυκό κεράσι. Θέλω να το πας στη γιαγιά σου γιατί είναι άρρωστη η καημένη και δε μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι.»
«Εντάξει μανούλα, θα το πάω.»
«Να προσέχεις όμως γιατί στο δάσος κυκλοφορεί ένας λύκος. Να μην πας από το μονοπάτι αλλά από τον δρόμο.»
Έτσι, η Κοκκινοσκουφίτσα πήρε το καλαθάκι της και έφυγε. Καθώς πήγαινε στη γιαγιά της, εκεί που άρχιζε το μονοπάτι, είδε μερικά ωραία λουλούδια.
«Ας μαζέψω λίγα λουλούδια. Θα αρέσουν πολύ στη γιαγιά μου.», σκέφτηκε η Κοκκινοσκουφίτσα.
Όπως τα μάζευε, ξεχάστηκε και μπήκε στο μονοπάτι. Καθώς μάζευε σκυμμένη τα λουλούδια, άκουσε μια φωνή να της λέει:
«Γεια σου κοριτσάκι μου, τι κανείς;»
Ήταν ο κακός λύκος.
«Καλά είμαι κύριε. Μαζεύω λίγα λουλούδια για να τα πάω στη γιαγιά μου. Μένει στο σπιτάκι στο δάσος και είναι άρρωστη. Δε μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι.», απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα.
«Καλά κάνεις», είπε ο λύκος, «Εγώ θα πρότεινα να μαζέψεις και λίγες παπαρούνες που φυτρώνουν λίγο πιο πέρα, στο μονοπάτι. Θα αρέσουν πολύ στη γιαγιά σου.», είπε και σκέφτηκε κατευθείαν να τρέξει στο σπίτι της γιαγιάς.
«Έχετε δίκιο. Αυτό θα κάνω», απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα και συνέχισε να μαζεύει λουλούδια. 
Εν τω μεταξύ, ο λύκος, καθώς πήγαινε στο σπίτι της γιαγιάς , συνάντησε επτά μικρά κατσικάκια. 
«Ας κάνω μια μικρή στάση πρώτα.», σκέφτηκε και παραμόνευε τα κατσικάκια που έτρωγαν χορτάρι.
Αφού έφαγαν τα κατσικάκια, κάποια στιγμή ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Τότε ο λύκος βρήκε την ευκαιρία και έδεσε τα κατσικάκια. Εκείνη τη στιγμή, περνούσε από εκεί η Κοκκινοσκουφίτσα κι είδε τον λύκο που καθόταν διπλά στα δεμένα κατσικάκια.
«Ε! Τι κανείς εκεί; Άφησε τα κατσικάκια!», φώναξε η Κοκκινοσκουφίτσα.
Τα κατσικάκια άκουσαν τις φωνές της Κοκκινοσκουφίτσας και ξύπνησαν.
«Άφησε μας! Βοήθεια!», φώναζαν τα κατσικάκια.
«Όχι δε σας αφήνω. Θα σας δώσω στα παιδιά μου να σας φάνε μαζί με τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας», είπε ο λύκος.
«Στάσου», είπε η Κοκκινοσκουφίτσα, «Δεν τα λυπάσαι; Είναι αβοήθητα όπως και η γιαγιά μου. Θα σου άρεσε να πειράξει κάποιος τα παιδιά σου;»
Ο λύκος σκέφτηκε λίγο και είπε:
«Έχω πέντε λυκάκια και δεν έχω βρει τίποτα να τους δώσω να φάνε εδώ και δύο μέρες. Όλοι με λένε κακό και με φοβούνται. Δε θέλω να κάνω κακό αλλά είναι νηστικά τα παιδιά μου και πρέπει να βρω κάτι να τους δώσω. Γι’αυτό κυνηγώ. Για να βρω τροφή για τα παιδιά μου.»
«Θα σου δώσω την πίτα και το γλυκό που έχω στο καλαθάκι μου αρκεί να ελευθερώσεις τα κατσικάκια. Είναι κρίμα να πάθουν κάτι. Είναι μικρά και αβοήθητα. Θα ήθελες να πάθαιναν κάτι και τα δικά σου παιδιά;», είπε η Κοκκινοσκουφίτσα.
«Όχι, δε θέλω να κάνω κακό. Απλώς, να βρω τροφή για τα παιδιά μου θέλω. Συγχωρέστε με σας παρακαλώ!», είπε ο λύκος. 
Αφού έλυσε τα κατσικάκια και ζήτησε συγγνώμη, πήρε το καλαθάκι από την Κοκκινοσκουφίτσα και υποσχέθηκε να μην πειράξει ποτέ ξανά κανένα παιδάκι, όπως δε θα ήθελε και εκείνος να πειράξουν τα δικά του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου